ἀναγκαστήριος

ἀναγκαστήριος

ἀναγκαστήριος, zwingend, τὰ ἀν., Zwangsmittel, δικαιοσύνης, zur Gerechtigkeit, Dion. H. 2, 75.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναγκαστήριος — ἀναγκαστήριος, α, ον (Α) ο αναγκαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναγκαστήρ «αυτός που αναγκάζει» < ἀναγκάζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀναγκαστήρια — ἀναγκαστήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκαστήρ — ἀναγκαστήρ, ο (Α) αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη. ΠΑΡ. αρχ. ἀναγκαστήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”