ἀναγκαστικός

ἀναγκαστικός

ἀναγκαστικός, zwingend, νόμος, Plat. Legg. XI, 930 b u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀναγκαστικός — compulsory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκαστικός — ή, ό (Α ἀναγκαστικός, ή, όν) 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος 2. καταπιεστικός, φορτικός 3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. ῶς) με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία: Θα γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση πενήντα χιλιάδων στρεμμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγκαστικά — ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc pl ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc/acc dual ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικώτερον — ἀναγκαστικός compulsory adverbial comp ἀναγκαστικός compulsory masc acc comp sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικῶν — ἀναγκαστικός compulsory fem gen pl ἀναγκαστικός compulsory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικόν — ἀναγκαστικός compulsory masc acc sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικώτατα — ἀναγκαστικός compulsory adverbial superl ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικαῖς — ἀναγκαστικός compulsory fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικαί — ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστικοῖς — ἀναγκαστικός compulsory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”