- ἀ-δεισί-θεος
ἀ-δεισί-θεος, Gott nicht fürchtend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δεισί-θεος, Gott nicht fürchtend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεισίθεος — δεισίθεος, ον (Α) ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] … Dictionary of Greek