- ἀ-δεισι-δαίμων
ἀ-δεισι-δαίμων, ον, frei von Aberglauben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δεισι-δαίμων, ον, frei von Aberglauben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεισιδαίμονας — ο (AM δεισιδαίμων, ον) αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός αρχ. 1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής 2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» δεισιδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών… … Dictionary of Greek