- ἀνα-κροταλίζω
ἀνα-κροταλίζω, Ath. IV, 129 c, =
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κροταλίζω, Ath. IV, 129 c, =
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek
ἀνεκροταλίσαμεν — ἀνά κροταλίζω use rattles aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκροτάλιζε — ἀνά κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακροταλίζω — ἀνακροταλίζω (Α) βλ. ἀνακροτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροταλίζω] … Dictionary of Greek