- ἀνα-κραδαίνω
ἀνα-κραδαίνω, auch ἀνακραδάω, aufschwingen schütteln?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κραδαίνω, auch ἀνακραδάω, aufschwingen schütteln?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραδαίνω — ανα, κραδασμένος, η, ο, σείω κάτι απειλητικά, πάλλω: Όρμησε πάνω του κραδαίνοντας ένα μαχαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)