- ἀνδρ-ολέτειρα
ἀνδρ-ολέτειρα, Männervertilgerin, Aesch. Helena, Ag. 1444; ἄτη Spt. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρ-ολέτειρα, Männervertilgerin, Aesch. Helena, Ag. 1444; ἄτη Spt. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδολετήρ — παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. παιδολέτειρα και παιδολέτρια και παιδολέτις (Α) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ὀλετήρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. ανδρ ολέτειρα] … Dictionary of Greek