ἀνδρο-φόνος

ἀνδρο-φόνος

ἀνδρο-φόνος, Männer tödtend, Hektor, Il. 1, 242 u. sonst; χεῖρες 18, 317; μελίη, die Lanze, Hes. Sc. 420; φάρμακον Od. 1, 261. Bei Pind. P. 4, 252 Λήμνιαι γυναῖκες, die Mörderinnen ihrer Ehemänner; vgl. Eur. Hec. 1061; φροντίς Pallad. 139 (IX, 378). – Subst., der Mörder, Plat. Euthyd. 9 a; Lys. 10, 6; vgl. bes. Dem. 23, 29 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιχθυφόνος — ἰχθυφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει, που αλιεύει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, θηρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • καπροφόνος — καπροφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • κενταυροφόνος — κενταυροφόνος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλή) ο φονέας τών κενταύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο φόνος, τεκνο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • ινδοφόνος — ἰνδοφόνος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) ο Ινδολέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φoνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοφόνος — λεοντοφόνος, ον (AM) αυτός που σκοτώνει λιοντάρια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον είδος εντόμου τής Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + φόνος (πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος)] …   Dictionary of Greek

  • μηδοφόνος — μηδοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τους Μήδους 2. (για τόπο) αυτός όπου φονεύθηκαν πολλοί Μήδοι («Μηδοφόνος Πλάταια», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοφόνος — μηλοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοφόνον τε λύκον», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • μητροφόνος — ο (Α μητροφόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) μητροκτόνος αρχ. αυτός που φονεύει τη μητέρα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • πατροφόνος — ον, Α 1. αυτός που φονεύει τον πατέρα κάποιου («πατροφόνῳ χερί», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. πατραλοίας, πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • πορνοφόνος — ον, Α αυτός που φονεύει πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • gʷhen-2(ǝ)- —     gʷhen 2(ǝ)     English meaning: to hit     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen”     Material: nominal formation: gʷho no s ‘schlagen”, gʷhn̥ tó s “beaten”, gʷhn̥ tí s and gʷhn̥ ti̯ü (?) ‘schlagen”, gʷhen tel ‘schläger”, gʷhen tu̯o s “occidendus” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”