ιχθυφόνος — ἰχθυφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει, που αλιεύει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
καπροφόνος — καπροφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] … Dictionary of Greek
κενταυροφόνος — κενταυροφόνος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλή) ο φονέας τών κενταύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο φόνος, τεκνο φόνος] … Dictionary of Greek
ινδοφόνος — ἰνδοφόνος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) ο Ινδολέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φoνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] … Dictionary of Greek
λεοντοφόνος — λεοντοφόνος, ον (AM) αυτός που σκοτώνει λιοντάρια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον είδος εντόμου τής Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + φόνος (πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος)] … Dictionary of Greek
μηδοφόνος — μηδοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τους Μήδους 2. (για τόπο) αυτός όπου φονεύθηκαν πολλοί Μήδοι («Μηδοφόνος Πλάταια», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
μηλοφόνος — μηλοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοφόνον τε λύκον», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
μητροφόνος — ο (Α μητροφόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) μητροκτόνος αρχ. αυτός που φονεύει τη μητέρα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
πατροφόνος — ον, Α 1. αυτός που φονεύει τον πατέρα κάποιου («πατροφόνῳ χερί», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. πατραλοίας, πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
πορνοφόνος — ον, Α αυτός που φονεύει πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
gʷhen-2(ǝ)- — gʷhen 2(ǝ) English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen” Material: nominal formation: gʷho no s ‘schlagen”, gʷhn̥ tó s “beaten”, gʷhn̥ tí s and gʷhn̥ ti̯ü (?) ‘schlagen”, gʷhen tel ‘schläger”, gʷhen tu̯o s “occidendus” … Proto-Indo-European etymological dictionary