- ἀνδρο-φόντης
ἀνδρο-φόντης, ὁ, dasselbe, Aesch. Spt. 595.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-φόντης, ὁ, dasselbe, Aesch. Spt. 595.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-φόντης — Α β συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο φόντης, Ἀργει φόντης, βροτο φόντης, μητρο φόντης κ.ά.) [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *ghwen «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ … Dictionary of Greek
μητροφόντης — μητροφόντης, ὁ (Α) μητροφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρο φόντης, πατρο φόντης] … Dictionary of Greek
παιδοφόντης — παιδοφόντης, ὁ (Α) αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρο φόντης] … Dictionary of Greek