- ἀνδρακάς
ἀνδρακάς, Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρακάς, Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρακάς — man by man indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρακάς — (I) ἀνδρακάς επίρρ. (Α) ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, sas (πρβλ. ēca śas «καθ ένα», dvi śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)]. (II) ἀνδρακάς ( άδος),… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
εκάς — ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α) επίρρ. 1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι») 2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός 3. προ πολλού 4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ.… … Dictionary of Greek