ἀνδρεία

ἀνδρεία

ἀνδρεία, ἡ, = ἀνδρία. Obwohl sich kaum bei dem großen Schwanken der mss. etwas Sicheres über die Schreibung ausmachen läßt, so ist doch gewiß ἀνδρεία nicht zu verwerfen, ja scheint die Form des älteren Atticismus (Ellendt lex. Soph. richtig als fem. von ἀνδρεῖος, sc. ἀρετή od. ἡλικία erkl., vgl. das ion. ἀνδρηΐη, Her. 7, 99), die sich entweder nach Analogie der gewöhnlichen Endung der Abstracta in ἀνδρία umänderte, wobei der Gleichklang in der Sprache der Sp. wenigstens nicht zu übersehen, od., wie Ellendt meint, aus ἀνορία, analog dem homer. ἀνορέη, gebildet ist. So Aesch. Spt. 52; Soph. El. 971; durchweg bei Plat.; Bekk. auch Ar. Nubb. 502. S. ἀνδρία. Her. 7, 99 ἀνδρηΐη. – Harpocr. erkl. ἀνδρεία ἡ τῶν ἀνδρῶν ἡλικία, aus Antipho.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνδρεία — ἀνδρείᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc/acc dual ἀνδρείᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱ , ἀνδρεῖος of fem nom/voc/acc dual ἀνδρείᾱ , ἀνδρεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείᾳ — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρεῖα — of neut nom/voc/acc pl ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… …   Dictionary of Greek

  • ανδρεία — η παλικαριά: Η ανδρεία δε δείχνεται μονάχα στον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδρείας — ἀνδρείᾱς , ἀνδρεία may fem acc pl ἀνδρείᾱς , ἀνδρεία may fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱς , ἀνδρεῖος of fem acc pl ἀνδρείᾱς , ἀνδρεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνδρείαι — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνδρεῖα — ἀνδρεῖα , ἀνδρεῖα of neut nom/voc/acc pl ἀνδρεῖα , ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείαι — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείαν — ἀνδρείᾱν , ἀνδρεία may fem acc sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱν , ἀνδρεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρίαι — ἀνδρεία may fem nom/voc pl ἀνδρίᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”