ἀνδριαντίσκος

ἀνδριαντίσκος

ἀνδριαντίσκος, , dim. von ἀνδριάς, kleine Bildsäule, Plut. Thes. 20 Dem. 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνδριαντίσκον — ἀνδριαντίσκος statuette masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντίσκους — ἀνδριαντίσκος statuette masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • ανδριάντας — ο (AM ἀνδριάς, άντος) ομοίωμα άνδρα, ολόσωμο άγαλμα αρχ. 1. ανδρείκελο 2. ως επίθ. άφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδρίον. ΠΑΡ. αρχ. ανδριαντίσκος, αρχ. μσν. ανδριαντάριον. ΣΥΝΘ. ανδριαντοποιός, μσν. ανδριαντογλύφος, ανδριαντοεργάτης, ανδριαντοπλάστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”