- ἀνδριαντάριον
ἀνδριαντάριον, τό, Bildchen, Puppe, Schol. Luc. Lex. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριαντάριον, τό, Bildchen, Puppe, Schol. Luc. Lex. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριαντάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριανταρίων — ἀνδριαντάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριαντάρια — ἀνδριαντάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδριάντας — ο (AM ἀνδριάς, άντος) ομοίωμα άνδρα, ολόσωμο άγαλμα αρχ. 1. ανδρείκελο 2. ως επίθ. άφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδρίον. ΠΑΡ. αρχ. ανδριαντίσκος, αρχ. μσν. ανδριαντάριον. ΣΥΝΘ. ανδριαντοποιός, μσν. ανδριαντογλύφος, ανδριαντοεργάτης, ανδριαντοπλάστης] … Dictionary of Greek