- ἀνδριστέον
ἀνδριστέον, man muß sich anstrengen, Plat. Phaed. 90 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριστέον, man muß sich anstrengen, Plat. Phaed. 90 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριστέον — one must play the man masc acc sg ἀνδριστέον one must play the man neut nom/voc/acc sg ἀνδριστέος masc/fem acc sg ἀνδριστέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρίζω — ἀνδρίζω (AM) μσν. 1. δυναμώνω, ενισχύω 2. μέσ. ἀνδρίζομαι α) δείχνω ανδρεία β) αναθαρρώ αρχ. 1. κάνω κάποιον γενναίο 2. μέσ. α) ανδρώνομαι β) φέρομαι ως άνδρας γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα δ) συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός +… … Dictionary of Greek