- ἀνδριστι
ἀνδριστι, nach Männerart, Ar. Eccl. 149; Theocr. 18, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριστι, nach Männerart, Ar. Eccl. 149; Theocr. 18, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανδριστί — ἀνδριστί επίρρ. (Α) με τρόπο που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπώς … Dictionary of Greek
ἀνδριστί — like a man indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρίζω — ἀνδρίζω (AM) μσν. 1. δυναμώνω, ενισχύω 2. μέσ. ἀνδρίζομαι α) δείχνω ανδρεία β) αναθαρρώ αρχ. 1. κάνω κάποιον γενναίο 2. μέσ. α) ανδρώνομαι β) φέρομαι ως άνδρας γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα δ) συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός +… … Dictionary of Greek