ἀνδρ-αχθής

ἀνδρ-αχθής

ἀνδρ-αχθής, ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολιβαχθής — μολιβαχθής, ές (Α) αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ. αχθής, οιν αχθής] …   Dictionary of Greek

  • οιναχθής — οἰναχθής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέθυσος, μεθύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + αχθής (< ἄχθομαι), πρβλ. ανδρ. αχθής] …   Dictionary of Greek

  • πρωραχθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. ο φορτωμένος στην πλευρά τής πρώρας 2. μτφ. (για γέροντα) αυτός που παρουσιάζει κλίση προς τα εμπρός, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • σπειραχθής — ές, Α αυτός που κινείται σπειροειδώς, που κατά την κίνησή του σχηματίζει έλικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • ωμαχθής — ές, Α ο βαρύς στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + αχθής (< ἄχθος «βάρος») πρβλ. ἀνδρ αχθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”