ἀνδρόμεος

ἀνδρόμεος

ἀνδρόμεος, zum Menschen gehörig, Hom. κρέα, Menschenfleisch, Od. 9, 297. 347; ψωμοί 374; αἷμα, Menschenblut, 22, 19; χρώς Il. 20, 100; ὅμιλος. Männerschaar, 11, 538; κεφαλή Empedocl. 295; σάρξ Apollonds. 18 (IX, 281); φωνή Iul. Aeg. 10 (VI, 67); αὐδή, ἐνοπή, Ap. Rh. 1, 258. 4, 581.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανδρόμεος — ἀνδρόμεος, έα, ον (Α) ανθρώπινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. maya] …   Dictionary of Greek

  • ἀνδρόμεος — human masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέων — ἀνδρόμεος human fem gen pl ἀνδρόμεος human masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρόμεον — ἀνδρόμεος human masc acc sg ἀνδρόμεος human neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέαις — ἀνδρόμεος human fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέη — ἀνδρόμεος human fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέην — ἀνδρόμεος human fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέης — ἀνδρόμεος human fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέοιο — ἀνδρόμεος human masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέοις — ἀνδρόμεος human masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομέοισι — ἀνδρόμεος human masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”