ἀνδρό-κμητος

ἀνδρό-κμητος

ἀνδρό-κμητος, von Menschen gemacht, τύμβος, Il. 11, 371.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κμητός — κμητός, ή, όν (Α) φτιαγμένος, κατεργασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα τής ρίζας καμᾶ (*Kοmeә2) τού ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ κμη κα) + επίθημα τός. Εμφανίζεται συν. ως β συνθετικό (πρβλ. ανδρό κμητος,… …   Dictionary of Greek

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… …   Dictionary of Greek

  • χειρόκμητος — και δωρ. τ. χειρόκματος, ον, Α χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό κμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”