ἀξιο-θαύμαστος

ἀξιο-θαύμαστος

ἀξιο-θαύμαστος, bewundernswerth, Xen. Mem. 1, 4, 4; App. civ. 1, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανθαύμαστος — ον, Μ εξαιρετικά θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαυμαστός (πρβλ. αξιο θαύμαστός)] …   Dictionary of Greek

  • πολυθαύμαστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που θαυμάζεται πολύ 2. αυτός που θαυμάζεται από πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαυμαστός (< θαυμάζω), πρβλ. αξιο θαύμαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”