- ἀμελητί
ἀμελητί, sorglos, Luc. Tim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμελητί, sorglos, Luc. Tim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμελητί — ἀμελητὶ επίρρ. (Α) [ἀμελῶ] ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα … Dictionary of Greek
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek