ἀ-μεγέθης

ἀ-μεγέθης

ἀ-μεγέθης, ες, nicht groß, D. Hal. C. V. 18; Longin.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγέθης — μεγέθης, μέγεθες (Μ) 1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης 2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευ μεγέθης, ισο μεγέθης)] …   Dictionary of Greek

  • ισομεγέθης — μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, μέγεθες) αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος. επίρρ... ἰσομεγέθως (Α) με ισομεγέθη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο μεγέθης, μικρο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • μακρομεγέθης — μακρομεγέθης, ες (Α) πολύ μεγάλος σε μέγεθος, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μέγεθος (πρβλ. απειρο μεγέθης, ισο μεγέθης)] …   Dictionary of Greek

  • μεγεθεστάτος — μεγεθεστάτος, η, έστατον (Μ) υπερθ. τού μεγέθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός τού μεγέθης, με παρατονισμό προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

  • μικρομεγέθης — μικρομεγέθης, ες (Α) 1. αυτός που είναι μικρός ως προς το μέγεθος 2. μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • πολυμεγέθης — έγεθες, Α αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • υπερμεγέθης — υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αρχ. (για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος. επίρρ... ὑπερμεγέθως ΜΑ με… …   Dictionary of Greek

  • χηνομεγέθης — έγεθες, Α μεγάλος σαν χήνα («πέρδιξιν, οὕς χηνομεγέθεις εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ἰσο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • превеликий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. 1) (θερμότατος) усерднейший; 2) (περιφανής) знаменитый:… …   Словарь церковнославянского языка

  • παμμεγέθης — παμμεγέθης, μέγεθος (ΑΜ) 1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μεγέθης (< μέγεθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”