- ἀν-ικέτευτος
ἀν-ικέτευτος, nicht flehend, Eur. I. A. 1003.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ικέτευτος, nicht flehend, Eur. I. A. 1003.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευικέτευτος — εὐικέτευτος, ον (Α) αυτός προς τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να απευθύνει ικεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ικετευτος < ικετεύω (πρβλ. αν ικέτευτος)] … Dictionary of Greek