- ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειδιστήρ — ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀνειδιστῆρας — ὀνειδιστήρ abusive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)