- ὀνειδιστικός
ὀνειδιστικός, schmähend, tadelnd, Vorwürfe zu machen geneigt; Sp., ὀνειδιστικὸν τοῠτο εἰς τὴν τέχνην, Luc. Cont. 7, vgl. D. Mer. 1, 2. – Adv., M. Ant. 1, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειδιστικός, schmähend, tadelnd, Vorwürfe zu machen geneigt; Sp., ὀνειδιστικὸν τοῠτο εἰς τὴν τέχνην, Luc. Cont. 7, vgl. D. Mer. 1, 2. – Adv., M. Ant. 1, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειδιστικός — reproachful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδιστικός — ή, ό (Α ὀνειδιστικός, ἡ, όν) [ονειδιστής] προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός. επίρρ... ονειδιστικώς και ά (Α ὀνειδιστικῶς) με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς … Dictionary of Greek
ονειδιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνειδος ή στον ονειδισμό, ο προσβλητικός, ο υβριστικός, ο κοροϊδευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνειδιστικά — ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc pl ὀνειδιστικά̱ , ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc/acc dual ὀνειδιστικά̱ , ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικώτερον — ὀνειδιστικός reproachful adverbial comp ὀνειδιστικός reproachful masc acc comp sg ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικῶν — ὀνειδιστικός reproachful fem gen pl ὀνειδιστικός reproachful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικόν — ὀνειδιστικός reproachful masc acc sg ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικαί — ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικοῖς — ὀνειδιστικός reproachful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικοί — ὀνειδιστικός reproachful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικούς — ὀνειδιστικός reproachful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)