- ὀνειρ-ώδης
ὀνειρ-ώδης, ες, traumartig, träumerisch, Tzetz. ad Lycophr. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειρ-ώδης, ες, traumartig, träumerisch, Tzetz. ad Lycophr. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] … Dictionary of Greek