- ὀνειρήεις
ὀνειρήεις, εσσα, εν, = Vorigem, Orph. H. 86, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειρήεις, εσσα, εν, = Vorigem, Orph. H. 86, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειρήεις — ὀνειρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. πευκ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὀνειρήεσσα — ὀνειρήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek