- ὀνειρο-κρίτης
ὀνειρο-κρίτης, ὁ, der Traumdeuter; Theocr. 21, 33; D. L. 6, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειρο-κρίτης, ὁ, der Traumdeuter; Theocr. 21, 33; D. L. 6, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοκρίτης — λαοκρίτης, ὁ (Α) δικαστής κατά την εποχή τών Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, ο οποίος εκδίκαζε τις μεταξύ τών ντόπιων υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. ονειρο κρίτης, χειρο κρίτης] … Dictionary of Greek
χειροκρίτης — ὁ, Α καταμετρητής ψήφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρίτης (< κριτής), πρβλ. ὀνειρο κρίτης] … Dictionary of Greek
ορνιθοκρίτης — ὀρνιθοκρίτης, ὁ (Α) αυτός που ερμηνεύει το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κριτής (< κρίνω), πρβλ. ονειρο κρίτης] … Dictionary of Greek