- ἀν-εν-όχλητος
ἀν-εν-όχλητος, nicht beunruhigt, Heliod.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εν-όχλητος, nicht beunruhigt, Heliod.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οχλητικός — ὀχλητικός, ή, όν (Α) οχλικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου *ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε όχλητος (πρβλ. α όχλητος, ανεν όχλητος)] … Dictionary of Greek
πολυόχλητος — ον, Α πολύ ταραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όχλητος (< ὀχλῶ «κινώ, ενοχλώ»), πρβλ. ανεν όχλητος] … Dictionary of Greek