- ἀνεμό-φθορος
ἀνεμό-φθορος, vom Winde verdorben, zerstört, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμό-φθορος, vom Winde verdorben, zerstört, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… … Dictionary of Greek