- ἀνεψιότης
ἀνεψιότης, ἡ, Vetterschaft, Dem. 43, 57, im Gesetz, ἐντὸς ἀνεψιότητος καὶ ἀνεψιοῦ u. s. w.; Plat. Legg. IX, 871 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεψιότης, ἡ, Vetterschaft, Dem. 43, 57, im Gesetz, ἐντὸς ἀνεψιότητος καὶ ἀνεψιοῦ u. s. w.; Plat. Legg. IX, 871 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανεψιότης — ἀνεψιότης, η (Α) η συγγένεια των εξαδέλφων, κυρίως των πρώτων … Dictionary of Greek
ἀνεψιότης — relationship of cousins fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιότητος — ἀνεψιότης relationship of cousins fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)