ἀνεψιός

ἀνεψιός

ἀνεψιός, , Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 οὗτος ἀν. ἐμός· ἡ μήτηρ ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀδελφοί, u. nachher ἀν. καὶ οὗτος τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῠ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνεψιός — first cousin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεψιοῖο — ἀνεψιός first cousin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοῖς — ἀνεψιός first cousin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοί — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοῦ — ἀνεψιός first cousin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιούς — ἀνεψιός first cousin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιέ — ἀνεψιός first cousin masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιῷ — ἀνεψιός first cousin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιόν — ἀνεψιός first cousin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιώ — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”