- ἀ-μετα-χείριστος
ἀ-μετα-χείριστος, nicht zu behandeln, Ar. frg. 579 bei Poll. 2, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μετα-χείριστος, nicht zu behandeln, Ar. frg. 579 bei Poll. 2, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek