- ἀ-μετα-τροπία
ἀ-μετα-τροπία, ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μετα-τροπία, ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλεκτροτροπία — η ο ηλεκτροτοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + τροπια (< τροπος < τρόπος), πρβλ. ιδιο τροπία, μετα τροπία] … Dictionary of Greek
παλιντροπία — παλιντροπία, ἡ (Α) 1. η περιστροφή 2. στον πληθ. αἱ παλιντροπίαι α) μεταβολές τής γνώμης β) μεταβολές τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τροπία (< τρέπω), πρβλ. μετα τροπίαι] … Dictionary of Greek