- ὀξερίας
ὀξερίας, τυρός, ὁ, Käse von geronnener Milch, VLL., nach Poll. 6, 48 sicilisch, auch ὀξυρίας geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξερίας, τυρός, ὁ, Käse von geronnener Milch, VLL., nach Poll. 6, 48 sicilisch, auch ὀξυρίας geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξερίας — ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α) ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα ίας,… … Dictionary of Greek
ὀξερίας — ὀξερίᾱς , ὀξερίας masc acc pl ὀξερίᾱς , ὀξερίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξερίας — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ξερίας, ὁ (Α) βλ. οξερίας … Dictionary of Greek