- ἀν-ερέπτω
ἀν-ερέπτω, emporziehen, στόμαχος ἀνερεπτόμενος Nic. Al. 256, der sich in die Höhe zusammenziehende, sich übergebende Magen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ερέπτω, emporziehen, στόμαχος ἀνερεπτόμενος Nic. Al. 256, der sich in die Höhe zusammenziehende, sich übergebende Magen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερέπτω — ἐρέπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) καλύπτω από πάνω, επιστέφω, στεφανώνω («ξανθὰν ἐρέψωνται κόμαν», Βακχυλ.) 2. κόβω, τραβώ για να κόψω (άνθος). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερέφω] … Dictionary of Greek
ἐρέπτω — ἐρέπτομαι feed on pres subj act 1st sg ἐρέπτομαι feed on pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέπτομαι — ἐρέπτομαι (AM) (αποθ.) 1. τρώγω 2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.) 3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω α)… … Dictionary of Greek
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek
υπερέπτω — Α 1. (για ποταμό ή ρυάκι και σχετικά με το έδαφος και με την ιλύ). κατατρώγω, καταβροχθίζω αποκάτω («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. (για πάθος) κατατρώγω κρυφά («λυγραὶ δ ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρέπτω /… … Dictionary of Greek
rebh-2 — rebh 2 English meaning: to roof Deutsche Übersetzung: “ũberwölben, ũberdachen” Material: Gk. ἐρέφω, ἐρέπτω “ũberdache” (*ũberwölbe), ὑψ ηρεφής “with hoher Bedachung”, ὄροφος “das reed, wherewith man die Häuser deckt, roof,… … Proto-Indo-European etymological dictionary