- ἀν-επί-φαντος
ἀν-επί-φαντος, ohne Prunk, M. Anton. 1, 9; unberühmt, unbekannt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επί-φαντος, ohne Prunk, M. Anton. 1, 9; unberühmt, unbekannt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek