ἀν-επί-φατος

ἀν-επί-φατος

ἀν-επί-φατος, unvorhergesehen, ungekannt, Sp. In B. A. 460 ist ἀνεπιφάτως Erklrg von ατόπως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επίσφατος — ἐπίσφατος, ον (AM) μσν. ολέθριος αρχ. διαβόητος, δυσφημημένος, με κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φατός (< φημί «λέγω, μιλώ»). Το σ αναλογικό κατά τα θέσφατος, πρόσφατος] …   Dictionary of Greek

  • επίφατος — ἐπίφατος, ον (AM) περιβόητος, διαβόητος μσν. ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φατός < φημί «λέγω»] …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • περίσφατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθρήνητος καὶ μοχθηρᾱς ἐπιφωνήσεως ἄξιος, ἐπονείδιστος». επίρρ... περισφάτως 1. κατά τρόπο επονείδιστο 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιωδύνως, περιβοήτως» 3. φρ. «περισφάτως ἔχω» είμαι λυπημένος, μελαγχολικός (Τραγ. Αδέσπ.).… …   Dictionary of Greek

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”