- ἀνα-ψηφίζω
ἀνα-ψηφίζω, von neuem abstimmen lassen, Thuc 6, 14. – Med., von neuem abstimmen, Phereer. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-ψηφίζω, von neuem abstimmen lassen, Thuc 6, 14. – Med., von neuem abstimmen, Phereer. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαναψηφίζω — Α αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων, προαποφασίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ψηφίζω] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek