- ἀνα-ψαθάλλω
ἀνα-ψαθάλλω, obenauf betasten, B. A. 9 τὸ πέος ἀνατρίβειν καὶ ανακινεῖν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-ψαθάλλω, obenauf betasten, B. A. 9 τὸ πέος ἀνατρίβειν καὶ ανακινεῖν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ … Dictionary of Greek