περι-τρύχω, verstärktes simplez, Schol. Eur. Phoen. 88, Sp. auch περιτρυχόω
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιτρυχώ — όω, Μ κατατρύχω, βασανίζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + τρυχῶ «καταστρέφω, τρύχω»] … Dictionary of Greek
περιτρύχω — Α προξενώ βαθιά λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek