- περι-τρόχαλος
περι-τρόχαλος, = περίτροχος, περιτρόχαλα κείρεσϑαι, sich die Haare ringsum abschneiden, Her. 3, 8, wie Plut. de mul. virt. Xenocrit. p. 306.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-τρόχαλος, = περίτροχος, περιτρόχαλα κείρεσϑαι, sich die Haare ringsum abschneiden, Her. 3, 8, wie Plut. de mul. virt. Xenocrit. p. 306.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδοτρόχαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμεικὸν τροχὸν κινῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + τροχαλός (< τρέχω), πρβλ. περι τρόχαλος] … Dictionary of Greek