- ἀ-βαφής
ἀ-βαφής, Plut. Conv. 3, 3 l. d. für ἀναφής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βαφής, Plut. Conv. 3, 3 l. d. für ἀναφής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαφῆς — βαφεύς a dyer masc nom pl βαφεύς a dyer masc nom/voc pl βαφή dipping fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφῇς — βάπτω dip aor subj pass 2nd sg βαφή dipping fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάφης — βάπτω dip aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοβαφής — θερμοβαφής, ές (Α) αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής, υγρο βαφής] … Dictionary of Greek
χαλκοβαφής — ές, Μ βαμμένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαφής (< βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής, πορφυρο βαφής] … Dictionary of Greek
ευβαφής — εὐβαφής, ές (Α) 1. ο βαμμένος καλά 2. βαμμένος με ωραία χρώματα 3. (για χρώματα φυτών) ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, πολυ βαφής] … Dictionary of Greek
ημιβαφής — ἡμιβαφής, ες (Α) μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
θαλασσοβαφής — θαλασσοθαφής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βαπτισθεί σε θαλασσινό νερό 2. αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ο αλιπόρφυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βαφής (< βάπτω), πρβλ. ευ βαφής πολυ βαφής] … Dictionary of Greek
ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· … Dictionary of Greek
καρυοβαφής — καρυοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
καταβαφής — καταβαφής, ές (Μ) τελείως βαμμένος, αλειμμένος, με αλειμμένη επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. ευ βαφής, παρα βαφής] … Dictionary of Greek