ἀν-αφής

ἀν-αφής

ἀν-αφής, ές (ἁφή), 1) unberührbar, Plat. Phaedr 247 c; καὶ ἄσαρκοι Luc. V. H. 2, 12. – 2) der Berührung ausweichend, nachgiebig, Plut. Symp. 8, 3, 2, neben ἐπιεικής; ib. 3 neben ἀπαϑής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αφής — και απής (AM ἀφ ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν) αφότου, από τότε που νεοελλ. 1. όταν 2. αφού, επειδή …   Dictionary of Greek

  • ἀφῇς — ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφῆς — ἁφάω to handle pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφῆις — ἀφῇς , ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg ἀφῇς , ἀφίημι send forth aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρατρο — Τύπος θερμιονικής λυχνίας με αέριο. Προέρχεται από τη λέξη θύρα, επειδή η ροή του ρεύματος εντός της λυχνίας ανοίγει όταν το δυναμικό της σχάρας ελέγχου λάβει μια ορισμένη τιμή (κρίσιμο δυναμικό). O πιο συνηθισμένος τύπος είναι εκείνος με τρία… …   Dictionary of Greek

  • ευαφής — εὐαφής, ές (ΑΜ) 1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.) 2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα 3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς»,… …   Dictionary of Greek

  • προσαφής — ές, Α αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αφής (ἀφή), πρβλ. συν αφής] …   Dictionary of Greek

  • συναφής — ές, ΝΜΑ αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι νεοελλ. 1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το …   Dictionary of Greek

  • Μπρακ, Ζορζ — (Georges Braque, Αρζαντέιγ 1882 – Παρίσι 1963). Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Χάβρη, όπου ο πατέρας του, ερασιτέχνης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”