- ἀνα-φαντάζω
ἀνα-φαντάζω, = ἀναφαίνω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-φαντάζω, = ἀναφαίνω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαναφαντάζεσθαι — πρό , ἀνά φαντάζομαι pres inf mp προαναφαντάζεσθαι , πρό , ἀνά φαντάζω make visible pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)