- ἀ-μαυρο-φανής
ἀ-μαυρο-φανής, ές, dunkel schimmernd, Stob. ecl. 1 p. 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μαυρο-φανής, ές, dunkel schimmernd, Stob. ecl. 1 p. 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek