- ἀ-ματαιότης
ἀ-ματαιότης, ητος, ἡ, die Kraft, sich nicht durch Eitelkeit blenden zu lassen, Diog. L. 7. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ματαιότης, ητος, ἡ, die Kraft, sich nicht durch Eitelkeit blenden zu lassen, Diog. L. 7. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιότης — vanity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοτήτων — ματαιότης vanity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότησιν — ματαιότης vanity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητα — ματαιότης vanity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητας — ματαιότης vanity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητες — ματαιότης vanity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητι — ματαιότης vanity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητος — ματαιότης vanity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… … Dictionary of Greek
ματαιότητ' — ματαιότητα , ματαιότης vanity fem acc sg ματαιότητι , ματαιότης vanity fem dat sg ματαιότητε , ματαιότης vanity fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
суета — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ματαιότης) хлопотливая, усиленная деятельность, которая… … Словарь церковнославянского языка