- περι-σοφίζομαι
περι-σοφίζομαι, überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σοφίζομαι, überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισοφίζομαι — Α απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»] … Dictionary of Greek
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
κατασοφίζομαι — (AM) 1. εξαπατώ 2. ψεύδομαι, νοθεύω 3. παθ. νικιέμαι με σοφίσματα 4. φρ. «κατασοφίζεσθαί τι περί τινων» αποφεύγω με σοφίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφίζομαι «εξαπατώ με σοφίσματα»] … Dictionary of Greek