- περι-σαίνω
περι-σαίνω, poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σαίνω, poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισαίνω — ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α 1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον 2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β.… … Dictionary of Greek