- ἀνα-σχινδυλεύω
ἀνα-σχινδυλεύω (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-σχινδυλεύω (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχινδύλησις — ήσεως, ἡ, Α διαίρεση, διαχωρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο σχινδυλεύω (πρβλ. ἀνα σχινδυλεύω) βλ. και λ. σχίζω] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek