- ἀμαράντινος
ἀμαράντινος, von Amaranten gemacht, Philostr.; aber N. T. στέφανος, der unverwelkliche.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαράντινος, von Amaranten gemacht, Philostr.; aber N. T. στέφανος, der unverwelkliche.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαράντινος — of amaranth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαράντινος — η, ο (Α ἀμαράντινος, ον) [αμάραντος] 1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος 2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος 3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek
αμαράντινος — η, ο 1. αυτός που προέρχεται από το φυτό αμάραντο (βλ. λ.). 2. στη χριστιανική Eκκλησία «αμαράντινος στέφανος» είναι ο φωτοστέφανος γύρω από τα κεφάλια των αγίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαράντινον — ἀμαράντινος of amaranth masc acc sg ἀμαράντινος of amaranth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαραντίνοις — ἀμαράντινος of amaranth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαραντίνους — ἀμαράντινος of amaranth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαράντινοι — ἀμαράντινος of amaranth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμαράντιν' — ἀμαράντινα , ἀμαράντινος of amaranth neut nom/voc/acc pl ἀμαράντινε , ἀμαράντινος of amaranth masc voc sg ἀμαράντιναι , ἀμαράντινος of amaranth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
ԱՆԹԱՌԱՄ — ( ) NBH 1 0150 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 9c, 11c, 12c ա. ἁμάραντος, ἁμαράντινος, ἁμίαντος non marcescens, immarcidus Որ ոչն թառամի. անթարշամ. միշտ դալար. անեղծ. անարատ. մշտատեւ. անփոփոխ, որ չիթօշնիր՝ չիթոռմիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)